- κοσμοφθορος
- κοσμοφθόροςκοσμο-φθόροςὅ разрушитель мира
(βασιλεῦς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βασιλεῦς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοσμοφθόρος — κοσμοφθόρος, ον (ΑM) αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» τον λέοντα [τής Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο φθόρος, ψυχο… … Dictionary of Greek
κοσμοφθόρον — κοσμοφθόρος destroying the world masc/fem acc sg κοσμοφθόρος destroying the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμοφθόρε — κοσμοφθόρος destroying the world masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek